- ιδιόχροιος
- ἰδιόχροιος, -ον (Α)ο ιδιόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό-χροιος, λευκό-χροιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek